- γερακάτος
- -η, -οαυτός που θυμίζει σε κάτι το γεράκι: Είχε γερακάτο βλέμμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γερακάτος — η, ο [γεράκι] 1. καμπύλος, κυρτός 2. αυτός που θυμίζει γεράκι (α. «μάτια γερακάτα» έξυπνα σαν τού γερακιού β. «χρώμα γερακάτο» σταχτί) … Dictionary of Greek
αγερακάτος — η, ο ο γερακάτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α αθροιστ. + γερακάτος] … Dictionary of Greek
γερακιανός — ή, ό [γεράκι] ο γερακάτος* … Dictionary of Greek
γερακωτός — ή, ό [γεράκι] ο γερακάτος … Dictionary of Greek